- φλαμανδικός
- -ή, -ό, Ν [Φλαμανδός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φλάνδρα ή στους Φλαμανδούς («φλαμανδική γλώσσα»)2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Φλάνδρα3. φρ. α) «φλαμανδική σχολή»i) μουσ. ύφος μουσικής σύνθεσης που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή μουσική κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, αλλ. γαλλοφλαμανδική σχολή ή γαλλοολλανδική σχολήii) (καλ. τεχν.) η σχολή τής φλαμανδικής τέχνης, ιδίως στη ζωγραφική και στη γλυπτικήβ) «φλαμανδική τέχνη»(καλ. τεχν.) η τέχνη τής Φλάνδρας κατά τον 15ο, 16ο και πρώιμο 17ο αιώνα, περίφημη για τον παλλόμενο ματεριαλισμό της και την ανυπέρβλητη δεξιοτεχνία της.
Dictionary of Greek. 2013.